Σε μία ώριμη δημοκρατία όπως είναι η δική μας  φοιτητικός συνδικαλισμός είναι αναγκαίο και απαραίτητο στοιχείο. Όμως για να αποτελεί στοιχείο δημοκρατίας, πρέπει να έχει τα εξής τρία χαρακτηριστικά:

– Να λειτουργεί με γνώμονα το συμφέρον των φοιτητών

– Να λειτουργεί με βάση τις αρχές της δημοκρατίας και της αντιπροσώπευσης.

– Να είναι αποδεκτός από την πλειοψηφία των φοιτητών.

Είναι προφανές  ότι οι εκλογές που γίνονται κάθε χρόνο στις πανεπιστημιακές σχολές, δεν πληρούν από καιρού τώρα και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά. Όμως, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Η υπερπολιτικοποίηση της πρώιμης μεταπολίτευσης οδήγησε το φοιτητικό συνδικαλισμό σε μια εμμονή σύγκρουσης και άσκησης ουσιαστικά υψηλής πολιτικής σε συνδυασμό με αδυναμία ανάλυσης των  ευρύτερων πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα και να εγκαταλείψει τα θέματα που αφορούσαν το ίδιο το πανεπιστήμιο, τις σπουδές, την φοιτητική μέριμνα.

Ο νόμος 1268 του 1982 που το ΠΑΣΟΚ  ψήφισε και ο οποίος έκανε τους φοιτητές μετόχους της διοικητικής διαδικασίας παρόλο που διόρθωσε κάποιες από τις στρεβλώσεις του παρελθόντος απέτυχε να κατευθύνει τον  φοιτητικό συνδικαλισμός σε πραγματικά φοιτητικά ζητήματα και, επιπροσθέτως ισχυρή παρουσία των «εκπροσώπων» των φοιτητών δημιούργησε προβλήματα στη λειτουργία των διοικητικών οργάνων, και επέβαλε τον απόλυτο κομματισμό στις εκλογές πανεπιστημιακών διοικήσεων.

Ένας απο τους βασικούς λόγους που οδήγησαν σε αυτήν την κατάσταση ήταν πως ένα μεγάλο κομμάτι των παρατάξεων που πρωταγωνίστησε στα μεταπολιτευτικά χρόνια στα φοιτητικά πράγματα, αλλά και ακόμα κυριαρχεί σε ότι έχει απομείνει από το φοιτητικό συνδικαλισμό, δεν πιστεύει και ούτε εμπιστεύεται τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Δεν πιστεύει στη σωστή λειτουργία των θεσμών και δεν θεωρεί πως οι εκλογές και η τήρηση διαδικασιών έχουν σημασία, ούτε μπορούν να γίνουν καταλύτης πολιτικών εξελίξεων.

Έτσι παραδοσιακά, τα εκλεγμένα αντιπροσωπευτικά όργανα των φοιτητών, υποκατασταθηκαν από γενικές συνελεύσεις με ελάχιστη συμμετοχή των φοιτητών, όπου ετσιθελικά εξέλεγαν «επιτροπές αγώνα» που καταργούσαν στην πράξη τα νόμιμα διοικητικά συμβούλια των φοιτητικών συλλόγων.

οι παρατάξεις των ιστορικά μεγαλύτερων κομμάτων θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κατάσταση και να στραφεί το ενδιαφέρον στα θέματα που αφορούν στους φοιτητές αλλά επιδίδονται σε πολιτικούς τακτικισμούς. Η μεν ΔΑΠ πίστευε ότι με την πρωτιά της θα άλλαζε κάτι, ενώ το μόνο που προσέφερε ήταν η ψευδαίσθηση πως οι φοιτητές στηρίζουν την κυβερνητική πολιτικήΗ δε ΠΑΣΠ αναζητεί  διαρκώς να επιβεβαιώσει τον «αριστερό» της και σαφώς «αντιδεξιό» χαρακτήρα της.  Και τέλος, το ΚΚ εφαρμόζει τη λογική του ΠΑΜΕ, δημιουργώντας παράλληλες εκλογές και συλλόγους.

Βέβαια, τίποτα από όλα αυτά δεν ενδιέφεραν τους φοιτητές. Κι αφού ο φοιτητικός συνδικαλισμός δεν είχε να επιδείξει κάτι το σημαντικό ως επιτυχία, οι παρατάξεις μετατράπηκαν σε μηχανισμούς εξηπηρέτησης ιδιοτελών συμφερόντων ή/και δημιουργίας μελλοντικής πολιτικής καριέρας.

Η δημιουργία ενός νέου μοντέλου φοιτητικού συνδικαλισμού, με  ουσιαστική έμφαση στο φοιτητή και στο πανεπιστήμιο και με βάση τη δημοκρατία και την αντιπροσωπευτικότητα είναι πιθανώς η μόνη εναλλακτική στην υπάρχουσα κατάσταση που ουδόλως εξυπηρετεί και επιλύει τα προβλήματα όπως θα έπρεπε στην πράξη να κάνει.

.