Η νίκη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος τον Σεπτέμβριο στη Γερμανία, και η πρωταγωνιστική συμμετοχή σοσιαλιστικών κομμάτων σε συμμαχικές κυβερνήσεις στις  χώρες της Ιβηρικής, έδωσαν διεθνώς το έναυσμα στη συζήτηση περί αναγέννησης της σοσιαλδημοκρατίας. Συνήθως , η συζήτηση αυτή δεν καταλήγει σε πολιτικά συμπεράσματα αλλά γεννά ερωτήματα, γεγονός  το οποίο καταδεικνύει ότι συζήτηση έχει πολιτικό αντίκρισμα. Εδώ όμως υπεισέρχεται το στοιχείο της αλλαγής της πολιτικής συγκυρίας που δεν θα ήταν ορθό να υποτιμηθεί ή να αγνοηθεί. Πράγματι, η εποχή της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας  ήταν αυτή του μεταπολεμικού boom, της μεταπολεμικής μαζικής βιομηχανικής κοινωνίας, του κευνσιανισμού και της απόρριψης του Laissez-fair ως αναποτελεσματικού τρόπου οικονομικής ανάπτυξης ως απόρροια της κρίσης του 1929. Αυτός ο συνδυασμός φιλελεύθερης δημοκρατίας και κρατικώς ρυθμιζόμενου καπιταλισμού δημιούργησε, με αρκετές διαφοροποιήσεις ανά χώρα, προέκυψε το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο . Αυτό όμως δεν επετεύχθη εν μία νυκτί αλλά απαιτήθηκε αρκετός πολιτικός χρόνος και επιπροσθέτως, όχι από την  σοσιαλδημοκρατία μόνη της, αλλά σε εναλλαγή με τη χριστιανοδημοκρατία στο πλαίσιο ενός πολυκομματικού δημοκρατικού συστήματος, σημαντικό παράδειγμα η δημιουργία της λεγόμενης «κοινωνικής δημοκρατίας της αγοράς» στην Γερμανία για την οποία την ευθύνη δημιουργίας είχε το κεντροδεξιό CDU,  και επιπροσθέτως αναπτύχθηκε και λειτούργησε σε ένα πολύ συγκεκριμένο διεθνές  πολιτικό περιβάλλον. Ο διπολισμός που επικρατούσε κατέστησε αναγκαία την δημιουργία ενός κοινωνικού και οικονομικού μοντέλου με στίγμα διάφορο των δύο υπερδυνάμεων. Επιπροσθέτως η δημιουργία του αποσκοπούσε στην πολιτική συγκράτηση των ασθενέστερων στρωμάτων.

Αυτός ο τρόπος οργάνωσης της  κοινωνίας και εκείνες οι δημόσιες πολιτικές  που την διαμόρφωσαν αποτελούν παρελθόν, όπως και όλη η ιστορική Αριστερά του εργατικού κινήματος του 20ου αιώνα. Ούτε υπάρχουν,  η ιστορική  σοσιαλδημοκρατία, ο κομμουνισμός, η χριστιανοδημοκρατία, ως μεγάλες  ιδεολογικές δεξαμενές, ώστε να διαμορφώσουν μακρόπνοες  πολιτικές. Αντιθέτως, παρατηρούμε να υπάρχει ισχυρός ο τομέας των υπηρεσιών στις ανεπτυγμένες χώρες και επιπροσθέτως υπάρχουν σχετικώς κατακερματισμένες κοινωνίες με έντονο το στίγμα των μεσαίων στρωμάτων τα οποία προσπαθούν να προσαρμοσθούν στην συνεχώς αναδιαμορφούμενη οικονομική και πολιτική πραγματικότητα. Τα πολιτικά κόμματα, είναι φυσικό να  λειτουργούν σε διαφορετικές πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 παγκοσμιοποίηση σμίκρυνε το του κράτος περιορίζοντας το εύρος κινήσεων στην μεταβαλλόμενη πραγματικότητα αναγκάζοντας το να μεταθέσει  αρμοδιότητες που μέχρι τότε αυτό ασκούσε στο υπερεθνικό πλαίσιο. Από την άλλη οι ιστορικές πολιτικές ιδεολογίες όπως είχαν διαμορφωθεί τον 19ο και 20ο αιώνα  απέτυχαν λειτουργήσουν ως συνεκτικός δεσμός , να δημιουργήσουν συλλογικές  ταυτίσεις με το εκλογικό σώμα στο οποίο απευθύνονται, τα μεγάλα λαϊκά πολυσυλλεκτικά κόμματα της μεταπολεμικής Ευρώπης συρρικνώθηκαν λόγω της αδυναμίας προσαρμογής τους στον νέο κόσμο που δημιουργούσε η παγκοσμιοποιούμενη οικονομία. Τα κεντροαριστερά κόμματα κινούνται σε πολύ χαμηλότερα ποσοστά από εκείνα της «ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας» της περιόδου 1950-1970, και συνήθως ασκούν εξουσία σε συμμαχικά σχήματα, κυρίως με τους Πράσινους, τους κεντρώους φιλελεύθερους και μικρότερες αριστερές δυνάμεις διαμορφώνοντας και ασκώντας ,συνήθως, σοσιαλφιλελεύθερες  πολιτικές πιεζόμενες από τον ανταγωνισμό των οικονομιών και την αλλαγή οικονομικού παραδείγματος. Πέραν όμως της μείωσης της πολιτικής επιρροής, άλλαξε ακόμα  ο τρόπος που διαμορφώνεται αλληλεπιδρά και λειτουργεί  το εθνικό με το υπερεθνικό στοιχείο εντός της Ευρωπαϊκής  Ένωσης .Δεν υπάρχουν πια τα κράτη  που λειτουργούν σε μία ρυθμιζόμενη οικονομία. Η ιδεολογική κατεύθυνση των κομμάτων και των κυβερνήσεων δεν επιδρά  ώστε να καθορίζει την κατευθυντήριες πολιτικές κατευθύνσεις  στη διακρατική διαβούλευση εντός της Ένωσης όπως συνέβαινε για παράδειγμα την δεκαετία του 1980. Η πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου και η φύση των προβλημάτων επιτάσσει την μετάβαση από εθνικό και διακυβερνητικό στο συλλογικό και υπερεθνικό  Αντί όμως μιας ισχυρής υπερεθνικής αλληλεγγύης,  εξακολουθούν αναπαράγονται τα εθνικά μοντέλα πολιτικής τα οποία στο υπερεθνικό πλαίσιο είναι μη λειτουργικά. Η άνοδος των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και ηγετών σε πολλές χώρες κατά την τελευταία περίοδο μοιάζει περισσότερο με ευτυχή συγκυρία που ανταποκρίνεται στις εσωτερικές ανάγκες και τις ιδιαίτερες συνθήκες της εκάστοτε χώρας παρά με την επικράτηση ή την επιστροφή μιας συνεκτικής ιδεολογίας.

Εν κατακλείδι, διαπιστώνεται μία εκλογική άνοδος που οφείλεται στην αλλαγή της πολιτικής συγκυρίας, αφετέρου μια  ιδεολογικοπολιτική στροφή των δυτικών κοινωνιών ενόψει της νέας εποχής στην οποία ήδη έχει εισέλθει η παγκόσμια κοινότητα. Η πολιτική συγκυρία πρωτίστως διαμορφώνεται από την υποχώρηση του λαϊκισμού που κορυφώθηκε την δεκαετία του 2010 με την εξαέρωση των πολιτικών σχηματισμών που τον αντιπροσώπευαν και δευτερευόντως από τις νέες προκλήσεις που φέρνει ο μετασχηματισμός της κοινωνίας υπό τα νέα τεχνολογικά δεδομένα. Ο λαϊκισμός της δεκαετίας του 2010, συνεπεία της οικονομικής κρίσης, υποχώρησε και, το εκλογικό σώμα αναζήτησε και επέλεξε, ασφαλέστερες πολιτικές λύσεις. Οι μονοθεματικοί λαϊκιστικοί πολιτικοί σχηματισμοί απώλεσαν τμήμα της εκλογικής και πολιτικής επιρροής τους.

 Το άνωθεν επιχείρημα συναρτάται με την  άνοδο των σοσιαλιστικών και των κεντρώων  κομμάτων η οποία σηματοδοτεί μία τρόπον τινά στις κανονικότητες της δυτικής  φιλελεύθερης δημοκρατίας  και της εναλλαγής εξουσίας μεταξύ κομμάτων στρεφόμενων προς το κέντρο του πολιτικού φάσματος. Η κλιματική κρίση, η εμπειρία της υγειονομικής κρίσης και της πανδημίας, οι μεγάλες και ταχείς γεωπολιτικές αλλαγές, συνδυαζόμενες με την παγκόσμια αλληλεξάρτηση, επιβάλλουν μια κοινωνική και οικολογική ατζέντα που μετακινεί το κέντρο βάρους του κομματικού ανταγωνισμού στο υπερεθνικό επίπεδο. Η μεταβολή πολιτικού παραδείγματος θα φέρει σε δυσκολότερη θέση τις μονομερείς ατομοκεντρικές  ιδεολογίες θα βρεθούν σε δυσχερή θέση ακριβώς επειδή υποτιμούν την κοινωνική διάσταση των πολιτικών προβλημάτων φωτίζοντας αποκλειστικά την ατομική τους διάσταση. Όμως  η φύση των νέων προβλημάτων είναι εξαιρετικά σύνθετη. Αντιθέτως, θα ανταποκριθούν καλύτερα στη νέα κοινωνική και οικολογική πραγματικότητα οι πολιτικές κουλτούρες οι οποίες μπορούν να αντιληφθούν την κοινωνική διάσταση των προβλημάτων, αντιλαμβάνονται την αντινομία των κοινωνικών φαινομένων, και αναζητούν την σύζευξη του ατομικού και το κοινωνικό στοιχείο.