Ο Πούτιν έκανε τρία σημαντικά σφάλματα. Κατ’ αρχάς υπερεκτίμησε τις δυνατότητες του στρατού του πιστεύοντας πως θα έπαιρνε το Κίεβο σε σαράντα οκτώ ώρες, υποτίμησε την αντίσταση που θα προέβαλαν οι Ουκρανοί υπερασπιζόμενοι την πατρίδα τους και δεύτερον υποτίμησε την ικανότητα της, ομολογουμένως αργοκίνητης ευρωπαϊκής ένωσης, να αντιδράσει κυρίως λόγω της ενεργειακής εξάρτησης της από το ρωσικό αέριο.

Οι συνέπειες θα είναι καθώς φαίνεται πολύ σημαντικές για τον ίδιο και την Ρωσία όχι μόνο για όσο θα κρατήσει ο πόλεμος αλλά και μεσομακροπρόθεσμα.

Αρχικά έδωσε λόγο ύπαρξης στο ΝΑΤΟ του οποίου η χρησιμότητα μετά τον ψυχρό πόλεμο αμφισβητήθηκε από πολλούς στην Ευρώπη, εκτιμώ πως σύντομα ουδέτερες χώρες όπως Φινλανδία και Σουηδία θα εγκαταλείψουν την ουδετερότητα και θα ενταχθούν στη συμμαχία.

Αφύπνισε την ευρωπαϊκή ένωση, άμεσα οι χωρες μέλη ανακοίνωσαν τεράστια προγράμματα εξοπλισμών. Η ενωση υπό τις νέες συνθήκες αναγκάθηκε de facto να  καταλάβει ποσό μεγάλο μειονέκτημα είναι η εξάρτηση της απο το ρωσικό ενεργεία και αρχίζει ενεργά να ψάχνει τρόπους ώστε να ανεξαρτητοποιηθεί απο αυτήν.

Επιπλέον. η ΕΕ πως ούσα μόνο μια οικονομικοπολιτικη ένωση δεν μπορεί να είναι ασφαλής με μία δύναμη όπως η Ρωσία δίπλα της, οι ρωσικές απειλές πιθανώς να είναι ο καταλύτης για την δημιουργία Ευρωστρατού και κοινής εξωτερικής πολιτικής.

Γίνεται σαφές ότι ο Πούτιν δεν ανταποκρίνεται στην εικόνα που είχε φιλοτεχνήσει για τον εαυτό του αυτή του της «αλεπούς» της πολιτικής και ακλόνητου παμπόνηρου ηγέτη που τα μέσα του πουλούν στη Δύση.

Αποδεικνύεται ότι οι πολιτικές επιλογές και ο πόλεμος είναι δύσκολο να αποδώσουν όπως υπολογιζόταν. Το γόητρο της Ρωσίας και το δέος της ρωσικής πολεμικής μηχανής φαίνεται να ξεθωριάζουν στα περίχωρα του Κιέβου χάρις στον ηρωισμό του ουκρανικού λαού. Ταυτοχρόνως  διεθνή χρηματοπισωτικά κεφάλαια εξανεμίζονται λόγω των εωρωπαϊκών και αμερικανικών κυρώσεων, ένα σοβαρό τραύμα ρωσική οικονομία, η οποία βρίσκεται περίπου στο επίπεδο της Ιταλίας, και επικοινωνιακά κατάφερε να στρέψει όλη την υφήλιο εναντίον του.

Το ζήτημα που προκύπτει είναι πως θα πρέπει να κινηθεί η χώρα μας στο πολυπολικό τοπίο που διαμορφώνεται. Η Ελλάδα, όπως κάνει, θα πρέπει να σταθεί και πάλι στην σωστή πλευρά της ιστορίας. Όχι μόνο γιατί είναι ηθικά σωστό να στηρίξει ένα κυρίαρχο κράτος που δέχεται την ρωσική εισβολή, αλλά και γιατί από την σύγκρουση Δύσης – Ρωσίας το μόνο αποτέλεσμα που μπορεί να προκύψει είναι καθολική επικράτηση των δυτικών. Επίσης σημαντικό είναι η χώρα μας να συμμετάσχει ενεργά καθώς όπως, συμβαίνει πάντα, στο νέο δυτικό μπλοκ προνομιακή θέση, με τα οφέλη που αυτό συνεπάγεται, θα έχουν όσοι ενεργούν και βοηθούν την επίτευξη των στόχων του.

Τις τελευταίες ημέρες από αυτή της εισβολής και έπειτα υπάρχει πύκνωση του χρόνου.

ο πόλεμος αυτός ήταν αναίτιος , και ωθεί την Ευρώπη προς το μέλλον της, την πολιτική ενοποίηση.

Ο Πούτιν φαίνεται πως υποτίμησε την θέληση των Ουκρανών για ανεξαρτησία και πρόοδο. Αυτό δεν σημαίνει πως οι επόμενες ώρες και μέρες θα είναι εύκολες για τους Ουκρανούς. Σημαίνει όμως πως από δω και πέρα ο χρόνος κυλάει υπέρ τους.  Η πολιτική πραγματικότητα που διαμορφώνεται δημιουργεί ερωτηματικά σχετικά με την αντίδραση σε αυτά του Πούτιν καθώς θα βλέπει την αντίδραση των Ρώσων εναντίον του

Η Ευρώπη, που πολλοί θεωρούσαν πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα, επέβαλε πρωτόγνωρες οικονομικές κυρώσεις  ενώ θέτει πλέον τις βάσεις για μια κοινή αμυντική πολιτική. Επιπροσθέτως, παίρνει δραστικά μέτρα ώστε να περιορίσει την ενεργειακή της εξάρτηση από την Ρωσία.

Η Ευρωπαική κοινή γνώμη θεωρεί, ορθώς, πως αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία είναι και πόλεμος κατά της Ευρώπης και του δυτικού αξιακού συστήματος.

Επιπλέον, η εισβολη καταδεικνύει πόσο κενοί περιεχομένου είναι οι δήθεν οπαδοί της ειρήνης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανεξαρτησίας των λαών. Ευαισθησία α λα καρτ.

Στο Ευρωπαικό σύστημα έχουν συμβεί αλλαγές οι οποίες μοιάζουν να συμπνυκνώνουν πολιτικές  δεκαετιών σε μία εβδομάδα Πιο συγκεκριμένα, σε ο,τι αφορά στην Γερμανία η Ρωσία την ώθησε να αλλάξει το αμυντικό της δόγμα για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο,  ενώ ώθησαν σε αφύπνιση την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ. Είναι λάθος τέτοιας υφής από την πλευρά του Πούτιν τέτοιας υφής που θα μππορύσε να έχει μοιραίες συνέπειας για τη χώρα του.  Το σίγουρο είναι όμως ότι μπαίνουμε σε μια νέα εποχή στην οποία για όσο υπάρχει Πούτιν, η Ρωσία θα υποφέρει μια απομόνωση Η εξαγγελία από τον καγκελάριο Scholtz του προγράμματος ενίσχυσης των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων ύψους 100 δισ. ευρώ σηματοδοτεί ίσως τη σημαντικότερη ως τώρα γεωπολιτική συνέπεια της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Το ιστορικό φορτίο ήταν παράγων αποφασιστικής σημασίας για το δισταγμό των γερμανικών ελίτ να προχωρήσουν στην ενίσχυση της στρατιωτικής ικανότητας της ισχυρότερης ευρωπαικής χώρας. Βάραινε ακόμα και η αντίληψη που επικράτησε ήδη από τη περίοδο της Ostpolitik της δεκαείας του 70 ότι το αμοιβαίο εμπορικό και γενικότερο οικονομικό συμφέρον υποχρέωνε τη Μόσχα σε συνεργασία με τη Βόννη πρώτα και με το Βερολίνο μετά τη γερμανική επανένωση. Το ΝΑΤΟ αποτελούσε άλλωστε τον τελευταίο εγγυητή της ασφάλειας της Γερμανίας με συνέπεια να μην φαίνεται αναγκαία η ανάληψη υψηλών δαπανών και η πρόκληση εντάσεων. Τα παραπάνω φάνταζαν δεδομένα μέχρι που άλλαξαν με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι η Γερμανία θα συμμεριστεί την έννοια της στρατηγικής αυτονομίας που προωθεί με συνέπεια ο Γάλλος πρόεδρος την τελευταία τριετία. Η ενίσχυση της γερμανικής στρατιωτικής δύναμης θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της Συμμαχίας. Η αμερικανική παρουσία κρίνεται πάντοτε αναγκαία στο Βερολίνο καθώς η Ευρώπη έως τώρα στερείτο κοινής πολιτικής άμυνας και η διαμόρφωσή της θα απαιτήσει τουλάχιστον μια δεκαετία. Σε κάθε περίπτωση θα διαμορφωθεί μια νέα ισορροπία δυνάμεων στην ηπειρωτική Ευρώπη με τη Γερμανία να παραμένει συμβατική, δηλαδή μη πυρηνική, δύναμη αλλά να κατέχει δεσπόζουσα θέση στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη, μια ζώνη διεκδικούμενη και πάλι από τη Μόσχα. Πρόκειται ασφαλώς για μια εξέλιξη που αποδεικνύει ότι τα μέσα που χρησιμοποίησε η ρωσική ηγεσία υπονόμευσαν τη στρατηγική της που συνίστατο στην αμφισβήτηση της δυτικής υπεροχής στο χώρο μεταξύ της Ρωσίας και της Γερμανίας.

 Τέλος, τις τελευταίες ημέρες γίνεται μεγάλη συζήτηση, που έφθασε μέχρι το Κοινοβούλιο, για το αν η Ελλάδα έπρεπε ή όχι να στείλει στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία

Κατ’ αρχήν  η χώρα θα πρέπει να έχει καλές σχέσεις με την Ρωσία ανεξαρτήτως του γεγονότος  ότι συμμετέχει στην Ευρωατλαντική Αρχιτεκτονική Ασφαλείας η Ρωσία θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη αν όχι και να εμπλέκεται.

Όλη αυτή η συζήτηση όμως τελείωσε τα ξημερώματα της προηγούμενης Πέμπτης όταν η Ρωσία καταπατώντας κάθε έννοια διεθνούς τάξης εισέβαλε απρόκλητα στην γειτονική και “αδελφική” της χώρα.

Η Ελλάδα ανήκει σε μία Συμμαχία και η συμμετοχή της δεν είναι “αλα καρτ”, επίσης βρίσκεται σε μία πολιτικο-οικονομική ένωση, που όντως δεν είχε προςχωρήσει την πολιτική της ενοποίηση μέχρι τώρα, πέρα από τις δυσλειτουργίες και την στάση τους ως ενιαία οντότητα επάνω στην τουρκική επιθετικότητα κατά της Ελλάδος και της Κύπρου για την δεύτερη.

Από την στιγμή που ζητήθηκε στρατιωτική βοήθεια από την Ουκρανία μέσω ΝΑΤΟ ορθώς έπραξε η Κυβέρνηση και την χορήγησε. Κάποια από αυτά είναι Ανατολικογερμανικής προέλευσης που μας χορηγήθηκαν δωρεάν από την Γερμανία μετά την ενοποίηση της.

 Όλες οι χώρες οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι η Ρωσία έθεσε τον εαυτό της εκτός διεθνούς συστήματος και τα επιχειρήματα έναντι αυτού του γεγονότος αποδεικνύονται σαθρά.